Publicitad D▼
έχω έλλειψη (v.)
1.κάτι μου λείπει
Publicidad ▼
έχω έλλειψη
έχω έλλειψη από κτ., δεν έχω, δεν έχω αρκετό, είμαι στριμωγμένος, εξαντλούμαι, μου τελειώνει κτ., φτάνω στο τέλος
έχω έλλειψη (v.)
Ver también
έχω έλλειψη (v.)
≠ έχω
Publicidad ▼
έχω έλλειψη
εξαντλώ, καταναλίσκω, μειώνω, ξοδεύω, χρησιμοποιώ[Hyper.]
run out (en)[Domaine]
έχω έλλειψη (v.)
Contenido de sensagent
computado en 0,047s